σφακελιά

σφακελιά
η, Ν
βλ. φασκελιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφακελία — η, Ν βοτ. είδος δευτερομύκητα που αναπτύσσεται στην κονιδιακή του μορφή στο μυκηλιανό στρώμα τού πυρηνομύκητα Claviceps purpurea. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphacelia (< σφάκελος «γάγγραινα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ.… …   Dictionary of Greek

  • φασκελιά — και σφακελιά, η, Ν φάσκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκελο / σφάκελο + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”